άργεμο

άργεμο
το (Α ἄργεμον)
1. άργεμα (Ι)*
2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ' ένα ουδ. *άργος (πρβλ. άνθεμον: άνθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άργεμα — (I) το (Α ἄργεμα) αρρώστια των ματιών, λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο]. (II) το [αργεύω] 1. η αργοπορία 2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό …   Dictionary of Greek

  • άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] …   Dictionary of Greek

  • επάργεμος — ἐπάργεμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός 2. σκοτεινός, ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”